σαμποτάρω

σαμποτάρω
(αόρ. σαμποτάρισα) μετ.
1) саботировать (что-л.); 2) разрушать, ломать, портить (машины, оборудование)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σαμποτάρω" в других словарях:

  • σαμποτάρω — σαμποτάρω, σαμποτάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαμποτάρω — Ν διενεργώ σαμποτάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saboter «κάνω θόρυβο με τα τσόκαρα, τρυπώ σιδηρογραμμές για να περάσουν οι ράβδοι, ενεργώ γρήγορα και βιαστικά, κακομεταχειρίζομαι, βλάπτω» < sabot (βλ. λ. σαμπό)] …   Dictionary of Greek

  • σαμποτάρω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. παρεμποδίζω σκόπιμα την πραγματοποίηση κάποιου έργου: Μερικοί σαμποτάρουν το κυβερνητικό έργο. 2. κάνω δολιοφθορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαμποτάρισμα — το, Ν [σαμποτάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμποτάρω, το σαμποτάζ …   Dictionary of Greek

  • σαμποταριστής — ο, Ν ο σαμποτέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμποτάρω + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • υπονομεύω — υπονόμεψα, υπονομεύτηκα, υπονομευμένος 1. σκάβω το έδαφος με υπόνομο για ανατίναξη, μινάρω: Υπονομεύτηκε η δεξαμενή. 2. μτφ., ενεργώ με δόλο για να βλάψω κάποιον, σαμποτάρω: Υπονόμεψαν τη δημοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»